μετουσίωση

μετουσίωση
η (Μ μετουσίωσις) [μετουσιώνω]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μετουσιώνω, η μεταβολή τής ουσίας ενός πράγματος
2. εκκλ. η μετατροπή τού άρτου και οίνου σε σώμα και αίμα τού Χριστού
νεοελλ.
1. βιολ. μεταβολή τών πρωτεϊνών, η οποία συνίσταται στη διάσπαση πολλών από τους ασθενείς δεσμούς τού πρωτεϊνικού μορίου στους οποίους οφείλεται η εξαιρετικά λεπτή δομή τής πρωτεΐνης, με αποτέλεσμα να γίνεται πιο χαλαρή η δομή τους
2. χημ. διαδικασία η οποία συνίσταται στην προσθήκη σε προϊόντα οικιακής, αγροτικής ή βιομηχανικής χρήσης ορισμένων ουσιών οι οποίες καθιστούν τα προϊόντα αυτά ακατάλληλα για οποιαδήποτε άλλη χρήση από εκείνην για την οποία προορίζονται.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μετουσίωση — η 1. η μεταβολή της ουσίας κάποιου πράγματος: Η μετουσίωση του υγρού σε αέριο. 2. η μεταβολή του άρτου και του οίνου της Θείας Ευχαριστίας σε αίμα και σώμα Χριστού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετουσίωση ή κροκίδωση — Βιοχημική διεργασία, κατά την οποία τροποποιείται η διαμόρφωση ενός πολυμερούς στον χώρο. Επειδή η βιολογική δραστηριότητα των βιοπολυμερών σχετίζεται άμεσα με τη δομή τους, η μ. οδηγεί στην απώλεια της λειτουργίας τους, αν και η πρωτοταγής δομή… …   Dictionary of Greek

  • Ευχαριστία, Θεία — Ένα από τα επτά θεία μυστήρια, το οποίο τελείται σε ανάμνηση του Μυστικού Δείπνου. Ονομάζεται επίσης και μετάληψη των αχράντων μυστηρίων ή θεία κοινωνία. Το μυστήριο της Θ.Ε. συστήθηκε από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό κατά το τελευταίο δείπνο με… …   Dictionary of Greek

  • μετουσιωτικός — ή, ό [μετουσίωση] αυτός που προκαλεί μετουσίωση …   Dictionary of Greek

  • αλχημεία — Ψευδοεπιστήμη που ασκήθηκε κατά την τελευταία περίοδο της αρχαιότητας και τον Μεσαίωνα. Σκοπός της ήταν η μετατροπή οποιουδήποτε μετάλλου σε χρυσό, ενώ ορισμένοι κλάδοι της οδήγησαν σιγά σιγά στη σύγχρονη χημεία. Ετυμολογικά, η λέξη α. φαίνεται… …   Dictionary of Greek

  • καθαγιασμός — ο 1. καθαγίαση («καθαγιασμός τών υδάτων») 2. φρ. «καθαγιασμός δώρων» η μετουσίωση τού άρτου και τού οίνου σε σώμα και αίμα τού Κυρίου, που τελείται κατά το μυστήριο τής θείας Ευχαριστίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαγιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο… …   Dictionary of Greek

  • κροκίδωση — Βλ. λ. μετουσίωση. * * * η βλ. κροκύδωση …   Dictionary of Greek

  • μεταμόρφωση — Εξωτερική ή εσωτερική μεταβολή, αλλοίωση, μετουσίωση. (Βιολ.). Έντονη αλλαγή στη μορφή ή στη δομή ορισμένων ζώων, που συντελείται κατά τη μετεμβρυϊκή τους ανάπτυξη, προκειμένου οι οργανισμοί αυτοί να αποκτήσουν την οριστική μορφή του ώριμου ή… …   Dictionary of Greek

  • χημευτής — και χυμευτής και χειμευτής, ὁ, Μ ο αλχημιστής, αυτός που προσπαθεί να πετύχει τη μετουσίωση τών μετάλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χημεία /χυμεία, μέσω αμάρτυρου ρ. *χημεύω / *χυμεύω (βλ. και λ. χημεία)] …   Dictionary of Greek

  • Βερεγκάριος της Τουρ — (Berengarius ή Bérenger ή Berengar de Tours, Τουρ 999 – 1088). Γάλλος θεολόγος. Μετά τις σπουδές του στη Σαρτρ, διορίστηκε έφορος της μονής του αγίου Μαρτίνου στην Τουρ και έπειτα αρχιδιάκονος στην Ανζέ. O Β. αρνήθηκε τη μετουσίωση και θεωρούσε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”